- Μενδήσιος
- Μενδήσιος, -ία, -ον (Α) [Μένδης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Αιγύπτου Μένδητα ή αυτός που προέρχεται από την πόλη Μένδητα («Μενδήσιον μύρον», Αθήν.)2. (το αρσ. και θηλ.) αυτός που κατάγεται από την πόλη Μένδητα, ο κάτοικος τού Μένδητος.
Dictionary of Greek. 2013.