Μενδήσιος

Μενδήσιος
Μενδήσιος, -ία, -ον (Α) [Μένδης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Αιγύπτου Μένδητα ή αυτός που προέρχεται από την πόλη Μένδητα («Μενδήσιον μύρον», Αθήν.)
2. (το αρσ. και θηλ.) αυτός που κατάγεται από την πόλη Μένδητα, ο κάτοικος τού Μένδητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μενδήσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδησίων — Μενδήσιος fem gen pl Μενδήσιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδήσιον — Μενδήσιος masc acc sg Μενδήσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδησίου — Μενδήσιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδησίους — Μενδήσιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδησίῳ — Μενδήσιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδήσιαι — Μενδήσιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδήσιοι — Μενδήσιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μενδησία — Μενδησίᾱ , Μενδήσιος fem nom/voc/acc dual Μενδησίᾱ , Μενδήσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”